Μέλι στάζει η γλώσσα μας καθώς αναλύουμε τη διατροφική αξία της αρχαιότερης γλυκιάς αμαρτίας.
Με περισσότερες από 181 θρεπτικές ουσίες, το μέλι αποτελεί μια σούπερ θρεπτική τροφή που μπορεί να ανεβάσει κατακόρυφα την αξία ενός μεσογειακού διατροφικού πλάνου.
Περιέχει σάκχαρα, μικρά ποσά πρωτεΐνης, ένζυμα (καταλάση, ασκορβικό οξύ, καροτενοειδείς ουσίες, οξειδάση της γλυκόζης), αμινοξέα, μέταλλα, ιχνοστοιχεία βιταμίνες και μια ποικιλία αντιοξειδωτικών ουσιών, όπως φαινολικά οξέα και φλαβονοειδή.
Η σύστασή του βέβαια επηρεάζεται από την πηγή παραγωγής. Τα κύρια σάκχαρα που περιέχει είναι η φρουκτόζη και η γλυκόζη, επειδή όμως οι διάφορες χημικές αναλύσεις έχουν αναγνωρίσει 30 διαφορετικά είδη μελιού, σε κάποια από αυτά η ποικιλία σε άλλα σάκχαρα αυξάνεται κατακόρυφα.
Μια ημερήσια δόση μελιού της τάξης των 20 γρ. μπορεί να καλύψει περίπου το 3% των ενεργειακών αναγκών ενός μέσου ενήλικα, και περιέχει 64 θερμίδες και 17 γραμμάρια ζάχαρης, συμπεριλαμβανομένης της φρουκτόζης, της γλυκόζης, της μαλτόζης και της σακχαρόζης.
Δεν περιέχει σχεδόν καμία ίνα, λίπος ή πρωτεΐνη και «λάμπει» λόγω του περιεχομένου βιοενεργών φυτικών ενώσεων και αντιοξειδωτικών. Περιέχει περισσότερα από 200 συστατικά εκτός των υδατανθράκων, μεταξύ των οποίων βιταμίνες του συμπλέγματος Β και βιταμίνη C αλλά και μέταλλα και ιχνοστοιχεία όπως το ασβέστιο, ο σίδηρος, το κάλιο και το νάτριο. Μάλιστα, οι σκουρόχρωμοι τύποι μελιού τείνουν να είναι ακόμη υψηλότεροι σε αυτές τις ενώσεις.
Τα αντιοξειδωτικά του συστατικά παρουσιάζουν επίσης διαφοροποίηση ανάλογα με την προέλευση του μελιού. Στα είδη μελιού από συγκεκριμένο άνθος λουλουδιού περιέχονται κυρίως φλαβονοειδείς ενώσεις (κουερσιτίνη, λουτεολίνη, απιγενίνη, χρυσίνη, καμφερόλη, γαλανγίνη), ενώ στα είδη μελιού που παρασκευάζονται από ποικιλίες ανθέων περιέχονται κυρίως φαινολικά συστατικά.
Οι ουσίες αυτές, προστατεύουν τα κύτταρα και ιδιαίτερα τις μεμβράνες τους από τις διαδικασίες της οξείδωσης, ενώ οι φυτοχημικές ουσίες που περιέχονται στο μέλι ενισχύουν την άμυνα του οργανισμού έναντι του οξειδωτικού στρες, αποδεικνύοντας έτσι πως η κατανάλωση του μελιού αντί παραδοσιακών γλυκαντικών παρέχει το πρόσθετο αυτό όφελος.
Τα αντιοξειδωτικά και κάποια άλλα συστατικά που περιέχονται στο μέλι φαίνεται επίσης να έχουν αντιβακτηριδιακή δράση, συνεπώς το μέλι μπορεί να βοηθήσει στην καταπολέμηση πεπτικών ελκών, μολύνσεων και φλεγμονών.
Η μεγάλη του οσμωτικότητα και οξύτητα από την άλλη, θεωρούνται υπεύθυνες για την αντιμικροβιακή του δράση. Οι ισχυροί αντιμικροβιακοί του παράγοντες περιλαμβάνουν τη λυσοζύμη, καθώς και τις αντιοξειδωτικές ουσίες των φλαβονοειδών και των φαινολικών οξέων.
Αναφορικά με την αθλητική απόδοση, οι επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι η πρόσληψη μελιού παρέχει άμεσα υδατάνθρακες, οι οποίοι βελτιώνουν την αντοχή, όπως και τα υδατανθρακικά ποτά ή gels που χρησιμοποιούνται ευρέως κατά τη διάρκεια διαφόρων αθλημάτων.
Επιπλέον, η κατανάλωση μελιού σε συνδυασμό με ένα συμπλήρωμα πρωτεΐνης μετά από ασκήσεις με αντιστάσεις, βοηθά στη γρηγορότερη μεταφορά της πρωτεΐνης στις μυϊκές ομάδες, με αποτέλεσμα την καλύτερη μετασκησιακή αποκατάσταση.
Η καθημερινή μικρή κατανάλωση μελιού βοηθά επίσης στη συντήρηση σταθερών τιμών γλυκόζης στο αίμα.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, θα πρέπει να προτιμούμε το φυσικό μέλι και όχι το τεχνητό καθότι οι θετικές επιδράσεις του είναι σαφώς μεγαλύτερες, ενώ ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται και στην ποσότητα που καταναλώνουμε, ιδιαίτερα σε περίοδο απώλειας βάρους, λόγω του σημαντικού θερμιδικού του ποσοστού.