Κάποτε, ο Αϊνστάιν, όταν ρωτήθηκε από μία μητέρα για το τι θα μπορούσε να κάνει ώστε ο γιος να γίνει της εξυπνότερος, απάντησε περίπου ως εξής: «Διαβάζετέ του παραμύθια».
Η μητέρα, που φάνηκε να μην έχει μείνει απόλυτα ικανοποιημένη από την απάντηση, ρώτησε τι άλλο θα μπορούσε να κάνει, αφού θα του έχει διαβάσει παραμύθια. Η απάντηση που πήρε, τότε, ήταν: «Διαβάστε του ακόμα περισσότερα παραμύθια!».
Απ΄ό,τι δείχνουν οι μελέτες γύρω από τη σημασία του παραμυθιού για το παιδί, φαίνεται πως υπάρχει μεγάλη αλήθεια στην άποψη αυτή. Ένα καλό παραμύθι έχει πάντα πολλές «αναγνώσεις», δηλαδή πολλά επίπεδα και οπτικές προσέγγισης που διευρύνουν, μεταξύ πολλών άλλων, την αντίληψη της πραγματικότητας ενός παιδιού.
Ένα καλό παραμύθι πραγματεύεται και μιλά για τα πιο σημαντικά ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο, δηλαδή, για τη ζωή και το θάνατο, για τις διαφορές ανάμεσα στο καλό και στο κακό κ.ά., με άλλα λόγια, για πολλές δυσκολίες και προκλήσεις που ο καθένας μας, ως άνθρωπος, πρόκειται να αντιμετωπίσει κάποια στιγμή στη ζωή του…
Πολλοί ενήλικες, είτε ως γονείς, είτε ως προσωπικό παιδικών σταθμών, είτε ως νηπιαγωγοί, βλέπουν την ώρα του παραμυθιού με τα παιδιά ως μια επαναλαμβανόμενη αγγαρεία που θα πρέπει να διεκπεραιωθεί, όπως και πολλές άλλες ρουτίνες που απαιτεί η φροντίδα και διαπαιδαγώγηση μικρών παιδιών.
Οι περισσότεροι από αυτούς, όμως, μάλλον δεν γνωρίζουν την τεράστια εξελικτική, γλωσσική, παιδαγωγική και εκπαιδευτική αξία των παραμυθιών και την ευκαιρία που τους δίνεται να διευκολύνουν το παιδί, για παράδειγμα, στη διαχείριση δύσκολων καταστάσεων, συναισθημάτων, φόβων -ρεαλιστικών και μη- κ.τ.λ., με έναν απόλυτα φυσικό και αβίαστο για το παιδί τρόπο.
Η εμπειρία με τη μονάκριβή μου, ως προς το θέμα αυτό, με δίδαξε απίστευτα πολλά που καμία εκπαίδευση δεν μπορεί να μας διδάξει. Μου έδειξε δρόμους άγνωστους που οδηγούν όχι μόνο προς την ψυχή του παιδιού αλλά και στη δική μου ως γονέα και ενήλικα, και, τέλος, μου έδωσε πάμπολλες και γόνιμες ιδέες-εργαλεία στη δουλειά μου με παιδιά που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικογενειακά και ψυχικά προβλήματα.
Η αξία των παραμυθιών και η διεύρυνση της επικοινωνίας με το παιδί διαμέσου αυτών
Την αρχική ιδέα, λοιπόν, μου την έδωσε η σχεδόν τετράχρονη τότε Ν., που ένα βράδυ, ακούγοντας για πολλοστή φορά κάποιο αγαπημένο της παραμύθι, κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου, με διακόπτει αλλάζοντας την εξέλιξη της πλοκής του παραμυθιού.
– «Μα δεν είναι έτσι το παραμύθι», της λέω έκπληκτος!
– «Το ξέρω, μπαμπά», μου απαντά, «όμως, έτσι θα γίνει ένα καινούργιο παραμύθι, αλλά και δεν θα χρειάζεται να μου αγοράζεις συνέχεια καινούργια παραμύθια και να ξοδεύεσαι!».
Έμεινα, φυσικά, άφωνος και από τότε άρχισε για τους δυο μας μια νέα εποχή όχι μόνο παραμυθιών αλλά και επικοινωνίας. Κατασκευάσαμε με απλά υλικά, στο υπνοδωμάτιό της, μια μικρή ζεστή γωνιά παραμυθιού. Ήταν σαν μια μικρή σπηλιά, με αναπαυτικά μαξιλάρια, με λουλούδια, πεταλούδες και πουλάκια κολλημένα στους τοίχους της, και κάποια αγαπημένα της αντικείμενα. Εκεί κουρνιάζαμε οι δυο μας και αρχίσαμε να «κατασκευάζουμε» τα δικά μας παραμύθια, να αυτοσχεδιάζουμε και να παραλλάσσουμε.
Για να κεντρίσω τη φαντασία της, να εξασκήσω την αυτοσυγκέντρωσή της αλλά και για να γίνει η ώρα του παραμυθιού συναρπαστικότερη, σβήναμε τα πολλά φώτα και κάναμε, για παράδειγμα, το εξής:
– Δεν θα κοιτάς τις εικόνες του παραμυθιού, της έλεγα. Θα αρχίσω να διαβάζω και εσύ κλείσε τα ματάκια σου και προσπάθησε να δεις τις δικές σου εικόνες, αυτές που εσύ θέλεις. Εσύ θα αποφασίζεις πως θα είναι οι εικόνες σου. Αυτό το ονομάζουμε φαντασία.
Μετά το παραμύθι, συζητούσαμε για τις εικόνες που είδε, πως ένιωσε και τι σκέφθηκε. Αυτή η δραστηριότητα έγινε η αγαπημένη της για μεγάλο χρονικό διάστημα. Διαπίστωσα πως όξυνε τη φαντασία της, εμπλούτισε τη λεκτική της ικανότητα, τη βοήθησε να εκφράζεται αμεσότερα συναισθηματικά, συγκρότησε κατά πολύ τη σκέψη και το λόγο της και έδωσε κάποιες φορές και σε εμένα τον ίδιο τη δυνατότητα να εντοπίσω έγκαιρα τι την απασχολεί ή την προβληματίζει, πριν καν μου το εκφράσει άμεσα η ίδια.
Άλλες πάλι φορές, παίζαμε Καραγκιόζη αυτοσχεδιάζοντας ή δημιουργούσαμε τα δικά μας παραμύθια. Βάζαμε κάτι πάνω μας (κάποια περούκα, καπέλο, κάποια ρούχα κ.τ.λ.) που να προσδίδουν αμεσότητα στο ρόλο μας και μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο όλο εγχείρημα, παίρναμε και μερικά λούτρινα ζωάκια για βοήθεια, και βήμα-βήμα -μια ο ένας και μια ο άλλος με τη σειρά- φθάναμε συχνά στις πιο απρόβλεπτες και ενδιαφέρουσες εκβάσεις.
Σε αυτήν την από κοινού δημιουργία μιας ιστορίας/παραμυθιού, έχω καταφύγει αρκετές φορές και στη θεραπεία μικρών παιδιών που έχουν βιώσει κάποιο σοβαρό ψυχικό τραύμα και που έχουν κυριολεκτικά «μπλοκάρει» ψυχικά και συναισθηματικά.
Το αποτέλεσμα είναι συχνά συγκλονιστικό, όπως, τον προηγούμενο χρόνο, με την περίπτωση πραγματογνωμοσύνης δύο μικρών κοριτσιών, 4 και 2 ½ ετών, που κακοποιήθηκαν σεξουαλικά από τον πατέρα τους. Μόνο με τον τρόπο αυτό κατάφεραν να νιώσουν την απαραίτητη απόσταση ασφαλείας και να μιλήσουν, τελικά, δια στόματος των πρωταγωνιστών των παραμυθιών που δημιουργήσαμε, για τις τραυματικές τους εμπειρίες.
Η ζωή των περισσοτέρων από εμάς έχει γίνει δύσκολη και αγχώδης. Ο χρόνος μας, ακόμα και για τα πλέον απαραίτητα, μοιάζει πολλές φορές να μην επαρκεί. Όμως, η αφιέρωση χρόνου για τα παιδιά μας, ιδιαίτερα όταν γίνεται με έναν δημιουργικό, ευχάριστο και ενδιαφέροντα τρόπο, είναι πραγματικά επένδυση ζωής και απόλαυσης και για τα δύο μέρη.
Η σχέση παραμυθιού-φαντασίας
Η φαντασία παίζει έναν ιδιαίτερα καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη και στη συμπεριφορά ενός ατόμου. Διαμέσου του παραμυθιού, το παιδί έχει τη δυνατότητα να φανταστεί και να αποκτήσει γνώση και εμπειρία για πράγματα και καταστάσεις που ποτέ του προηγουμένως δεν έτυχε να συναντήσει ή να αντιμετωπίσει.
Ένα μέσο παιδί, που έχει καλή αντίληψη της πραγματικότητας, αποκτά έναν ικανοποιητικό έλεγχο της φαντασίας του όταν φθάνει σε ένα ορισμένο σημείο ωριμότητας που είναι συνήθως η ηλικία των 5 χρόνων περίπου.
Πριν από την ηλικία αυτή και εφόσον δεν πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις από την πλευρά των ενηλίκων -όσον αφορά στο διάβασμα των παραμυθιών-, υπάρχει πιθανότητα η φαντασία του παιδιού να επηρεάσει τον τρόπο που αυτό αντιλαμβάνεται την πραγματικότητά του, προκαλώντας του διάφορες φοβίες ή άλλου τύπου δυσκολίες, ακόμα και μέχρι του σημείου να δυσκολεύεται να διαχωρίσει ανάμεσα σε φαντασία και πραγματικότητα.
Για τους παραπάνω λόγους, λοιπόν, όταν διαβάζουμε παραμύθια σε μικρά παιδιά, θα πρέπει να έχουν μια συγκεκριμένη αρχή και ένα σαφές τέλος. Με τον τρόπο αυτόν, το παιδί θα γνωρίζει πότε μπαίνουμε στο χώρο της φαντασίας και πότε επιστρέφουμε στην πραγματικότητα.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που όλα τα παραμύθια σηματοδοτούν αυτήν την είσοδο στον φαντασιακό κόσμο τους με το «Ήταν μια φορά κι έναν καιρό…», την δε έξοδο από αυτόν και την επιστροφή στην πραγματικότητα με το «…και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…».
Μία άλλη σημαντική προϋπόθεση είναι η εξής: επειδή, σε ένα μικρό παιδί, η λογική δεν έχει τον έλεγχο του υποσυνείδητου -την ίδια στιγμή που οι εμπειρίες του δεν επαρκούν ώστε να το παρέχουν επαρκή πληροφόρηση- η φαντασία έχει ελεύθερο πεδίο δράσης, κατακλύζοντας πολλές φορές την πραγματικότητά του.
Αυτό καθιστά την παρουσία ενός ενήλικα και την ύπαρξη διαλόγου ανάμεσα σε αυτόν και το παιδί -γύρω από διάφορα ερωτήματα, ασάφειες αλλά και συναισθήματα που η ανάγνωση ενός παραμυθιού μπορεί να πυροδοτήσει στο παιδί- άκρως απαραίτητα ώστε να διατηρηθεί η επαφή του παιδιού με την πραγματικότητα.
Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό να συμβαίνει όταν έχουμε να κάνουμε με ένα παιδί με διάφορες ανεπίλυτες ψυχικές συγκρούσεις ή που βρίσκεται σε κάποια εξελικτική φάση όπου κυριαρχούν -ούτως ή άλλως, όπως είναι φυσικό- διαφόρων ειδών απειλητικές φαντασιώσεις και συναισθήματα.
Οι θετικές επιπτώσεις των παραμυθιών
Συνοπτικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως οι σημαντικότερες επιπτώσεις των παραμυθιών είναι οι εξής:
– Διευρύνουν τον κόσμο των εμπειριών του παιδιού, δίνοντάς του -ταυτόχρονα και με έναν φυσικό και αβίαστο τρόπο- σημαντικές πληροφορίες για την πολιτισμική του κληρονομιά.
– Τροφοδοτούν και εξελίσσουν τη φαντασία που δίχως αυτήν δεν είναι δυνατόν να προκύψει κάτι καινούργιο και δημιουργικό.
– Εμπλουτίζουν το λεξιλόγιο του παιδιού, ενισχύουν την αφηγηματική του ικανότητα και γενικότερα τη δυνατότητα έκφρασής του.
– Ενδυναμώνουν τη συναισθαντικότητα καθώς και την ικανότητα συγκέντρωσης του παιδιού. Το δεύτερο είναι ιδιαίτερα σημαντικό κυρίως με παιδιά που έχουν δυσκολίες διάσπασης προσοχής ή/και υπερκινητικότητας.
– Διασκεδάζουν και δίνουν την ευκαιρία στο παιδί να έρθει σε επαφή και να διαχειρίζεται πολλά και έντονα συναισθήματα.
– Δείχνουν τρόπους αντιμετώπισης και επίλυσης διαφόρων δύσκολων καταστάσεων και καλλιεργούν βασικές ηθικές αξίες και αρχές.
Οι ιδιαιτερότητες της αφήγησης παραμυθιών, συγκριτικά με την ανάγνωσή τους
Η αφήγηση παραμυθιών, ιδιαίτερα όταν γίνεται από κάποιον με ταλέντο και μεράκι, έχει έναν μαγικό τρόπο να συναρπάζει τα παιδιά. Είναι κάτι ανάλογο με μια υπέροχη θεατρική παράσταση που δημιουργεί μια μοναδική και αμφίδρομη επικοινωνία και διάδραση ανάμεσα σε ηθοποιούς και κοινό.
Η αφήγηση παραμυθιών αποτελεί μια πολύ παλιά και ευρέως διαδεδομένη παιδαγωγική μέθοδο στους περισσότερους πολιτισμούς. Στόχος της ήταν να μπορέσει το παιδί να αναγνωρίσει, μέσα από αυτήν, τον εαυτό του σε ανάλογες καταστάσεις και να κατανοήσει καλύτερα σημαντικά ζητήματα της ζωής.
Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της ζωντανής αφήγησης παραμυθιών είναι η στενή σχέση που μπορεί να δημιουργηθεί ανάμεσα στο παιδί και τον αφηγητή. Η αμεσότητα και η βλεμματική επαφή που υπάρχει ανάμεσά τους καθώς και η ελευθερία κινήσεων (εκφράσεις προσώπου, γλώσσα σώματος κ.ά.), η δυνατότητα σωματικής εγγύτητας και αυτοσχεδιασμών που δίνει η απουσία συγκεκριμένου κειμένου ευνοούν τη δημιουργία μιας στενότερης σχέσης καθώς και μια καλύτερη αίσθηση της δομής του λόγου, της αφήγησης και, γενικότερα, της μάθησης.
Η θεραπευτική δύναμη των παραμυθιών
Διάφορες έρευνες που έχουν γίνει γύρω από το θέμα αυτό έχουν δείξει πως άτομα -που ως παιδιά διάβαζαν πολλά παραμύθια- διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης κάποιου ψυχικού νοσήματος ή να πεθάνουν πρώιμα. Κάτι ανάλογο ισχύει και για παιδιά που διαβάζουν πολλά παραμύθια. Τα ευρήματα αυτά -αν και δεν έχουν ακόμα τεκμηριωθεί επιστημονικά- αποτελούν μια σημαντική διαπίστωση.
Άσχετα από το αν έχει βρεθεί ή όχι ακόμα κάποια επιστημονική εξήγηση, όλοι οι επαγγελματίες αλλά και πολλοί απλοί άνθρωποι γνωρίζουν τη δύναμη και τις ευεργετικές επιπτώσεις ενός καλού παραμυθιού με θεματολογία ανάλογη των δυσκολιών που αντιμετωπίζει αυτός που το ακούει ή το διαβάζει.
Η θεραπευτική επίδραση των παραμυθιών είναι σαν το σακίδιο με τα πολύτιμα εφόδια που κουβαλά στη ράχη του ένας πεζοπόρος ή ορειβάτης που, όταν έρθει η στιγμή, τον βοηθούν καθοριστικά ώστε να καταφέρει να φέρει σε πέρας το εγχείρημά του.
Η πλοκή των παραμυθιών βοηθά αυτόν που αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση να ταυτιστεί με κάποιον από τους ήρωές της και, με τον τρόπο αυτόν, στο τέλος να δικαιωθεί, να επιβραβευθεί, να ευτυχίσει, να απαλλαγεί από το κακό που τον βρήκε κ.ά…
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις αντιδράσεις ενός 5χρονου αγοριού που παρακολουθούσα πριν από μερικά χρόνια και το οποίο είχε εγκαταλειφθεί από τους γονείς του σε ένα ίδρυμα. Όταν το είδα για πρώτη φορά, πληροφορήθηκα πως οι γονείς του δεν ξαναεμφανίστηκαν από τότε που το άφησαν, παρόλο που είχαν περάσει δύο ολόκληρα χρόνια.
Κάποια στιγμή, του πρότεινα να του αφηγηθώ ένα παραμύθι, αν δεν είχε αντίρρηση. Δέχθηκε αμέσως. Του μίλησα τότε για μια γοργόνα που γέννησε ένα μικρό παιδάκι. Ήταν χειμώνας και η θάλασσα ήταν πολύ άγρια και επικίνδυνη, με τεράστια κύματα να σκάνε πάνω στους γύρω βράχους.
Τότε η γοργόνα, επειδή αγαπούσε πολύ το παιδάκι της και δεν ήθελε να κινδυνέψει μέσα στη άγρια θάλασσα, πλησίασε την ακτή και παρακάλεσε μία γριούλα, που είχε το καλυβάκι της εκεί κοντά, να κρατήσει το παιδάκι της μέχρι να περάσει ο χειμώνας και να ηρεμήσει η άγρια θάλασσα, και τότε θα έρθει να το ξαναπάρει κοντά της. Έτσι και έγινε.
Πέρασε ο χειμώνας, ήρθε η άνοιξη και μαζί της η γοργόνα που πήρε κοντά της το παιδάκι της που είχε πια μεγαλώσει. Ευχαρίστησε από την καρδιά της τη γριούλα που φρόντισε με τόση αγάπη το μωρό της και της υποσχέθηκε πως θα στέλνει, από εδώ και πέρα, με τα κύματα ό,τι αυτή χρειάζονταν για να περνά καλά και να μη της λείπει τίποτα.
Το αγοράκι δεν άκουγε απλά. Κάποιες φορές, από την έντασή του πηδούσε και κραύγαζε, ζητώντας κάθε φορά να του αφηγηθώ πολλές φορές το ίδιο παραμύθι, ρωτώντας ξανά και ξανά: «Ήρθε, όμως, η γοργόνα, ε; Και πήρε πάλι κοντά της το μωράκι της, ε;».
Ξανά και ξανά σπάραζε και η δική μου καρδιά κάθε φορά που άκουγα τη λαχτάρα της προσμονής αυτού του εγκαταλελειμμένου παιδιού. Η μεγαλύτερη ψυχική δοκιμασία ήταν, όμως, όταν πρόσθετε στη συνέχεια: «Εσύ, όμως, δεν θα φύγεις, έτσι δεν είναι; Θα είσαι εδώ κάθε φορά που θα έρχομαι για να μου λες όμορφα παραμύθια»…
Μετά από λίγους μήνες θεραπευτικής προσπάθειας, σημαντικό μέρος της οποίας ήταν η αφήγηση παραμυθιών και ιστοριών μέσα από τις οποίες επεξεργασθήκαμε τις επείγουσες συναισθηματικές δυσκολίες και ανάγκες του παιδιού αυτού, η απόσυρση που παρουσίαζε, και η οποία εναλλάσσονταν με έντονες και σχεδόν ανεξέλεγκτες εκρήξεις οργής, σταδιακά εξαφανίστηκαν…
Επίλογος
Τα παραμύθια είναι διαχρονικά και έχουν παγκόσμια εμβέλεια καθώς σε αυτά συναντάμε πανάρχαια αρχέτυπα της ιστορικής πορείας της ανθρωπότητας, όπως είναι οι διάφοροι ήρωες, οι δράκοι, οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες, οι πρίγκιπες και οι πριγκίπισσες, οι μάγισσες, οι μητριές, τα ξωτικά κ.ά., που συμβολίζουν σημαντικές πλευρές της εξέλιξής μας και βαθιά ριζωμένες συγκρούσεις εντός μας.
Διαμέσου της αφήγησης/ανάγνωσης παραμυθιών δίνεται η δυνατότητα να ανακινηθούν και να αναδυθούν ανάλογοι προβληματισμοί, συγκρούσεις και εμπειρίες που τυχόν έχει βιώσει/βιώνει ένα παιδί αλλά και μια νέα ευκαιρία επίλυσης και αποκατάστασής τους.
Τα παραμύθια, όλες τις εποχές -όπως και οι παλιές και αθάνατες ελληνικές ταινίες- έδιναν, για παράδειγμα, την ευκαιρία σε φτωχούς και κατατρεγμένους να ονειρεύονται και να ελπίζουν πως ίσως και οι ίδιοι καταφέρουν κάποια στιγμή να ζήσουν μια καλύτερη ζωή, όπως ακριβώς και οι ήρωες/πρωταγωνιστές τους.
Μας μαθαίνουν, επίσης, να εξελίξουμε μια εσωτερική ποιότητα ως άτομα, διαμέσου μηνυμάτων όπως π.χ. πως η αλληλεγγύη προς τους άλλους και η έντιμη προσπάθεια κάποια στιγμή επιβραβεύονται κ.τ.λ.
Με την είσοδο της τηλεόρασης στη ζωή μας και της, σε μεγάλο βαθμό, αντικατάστασης της αφήγησης ή του διαβάσματος παραμυθιών από ταινίες και κινούμενα σχέδια με φωνές ηθοποιών κ.τ.λ., η δυνατότητα των παιδιών για εξέλιξη της φαντασίας τους και της αμεσότερης και πιο ενεργητικής συμμετοχής τους σε αυτά έχει μειωθεί δραματικά.
Η έλλειψη πρόσβασης σε κάποιον ενήλικα που να δίνει στα παιδιά τη δυνατότητα να μπορούν να θέτουν άμεσα τα όποια ερωτήματά που τυχόν προκύπτουν εντός τους και να παίρνουν ανακουφιστικές απαντήσεις ή επεξηγήσεις έχει, επίσης, μειωθεί δραματικά. Τις συνέπειες αυτών των αλλαγών, όπως συνήθως συμβαίνει, θα τις μάθουμε κάποια στιγμή με ακρίβεια. Ας ελπίσουμε πως δεν θα είναι σοβαρές…
Σάββας Ν. Σαλπιστής, Ph.D., Κλινικός Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής