Ενώ ο κόσμος προχωράει και η επιστήμη εξελίσσεται, φαίνεται ότι κάποια πράγματα δεν αλλάζουν εύκολα. Με πρώτο και καλύτερο τον απογαλακτισμό των λατρεμένων μας παιδιών.
Αν η φοίτηση στον παιδικό σταθμό δεν αποτελεί ανάγκη λόγω εργασιακών υποχρεώσεων τον γονέων, δεν είναι λίγες οι φορές που υπάρχει μια αρνητική διάθεση απέναντι σε αυτόν τον παιδαγωγικό θεσμό, με αποτέλεσμα πολλά παιδιά να στερούνται των πλεονεκτημάτων φοίτησης σε ένα τέτοιο πλαίσιο.
Με πρόφαση τις ιώσεις, την ανωριμότητα του παιδιού ή απλά, χωρίς καμιά πρόφαση, πολλές μανούλες αρνούνται να ανοίξουν την πόρτα της αγκαλιάς τους για να αφήσουν τα μικρά τους να «φύγουν», γιατί σαν τη μάνα… Ποιος μπορεί να το αμφισβητήσει;
Αυτό όμως που τίθεται υπό αμφισβήτηση είναι η απόφαση να κρατήσεις στο σπίτι ένα παιδί, που έχει φθάσει την ηλικία των τριών ετών. Κι αυτό γιατί ουσιαστικά δεν αναγνωρίζεις σε κανέναν άλλο την δυνατότητα να το διαπαιδαγωγήσει.
Είναι αυτό το μοναδικό που έχει η Ελληνίδα μάνα, γιατί μόνο αυτή ξέρει. Ξέρει να κοινωνικοποιήσει το παιδί της, ξέρει να το μάθει να περιμένει τη σειρά του, ξέρει να το διδάξει προγραφικές δεξιότητες, ξέρει να αναπτύξει τις κινητικές δεξιότητες του παιδιού της, ξέρει… ξέρει… ξέρει.
Στην απόλυτη γνώση, της μανούλας, συνήθως προστίθεται η παντελής απαξίωση των ικανοτήτων των παιδαγωγών των παιδικών σταθμών να ανταποκριθούν στις ανάγκες του δικού μας παιδιού. Κανείς δεν λέει ότι παντού υπάρχουν αναρίθμητες Montessori έτοιμες να απογειώσουν το δυναμικό ενός μικρού παιδιού.
Αυτό που γνωρίζουμε όμως είναι ότι υπάρχουν δομές που λειτουργούν με γνώμονα την κοινωνικοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού και το βοηθούν να εξελιχθεί και να πάει παρακάτω.
Ο παιδικός σταθμός είναι η πρώτη μεγάλη έξοδος από το οικογενειακό πλαίσιο, σε μια άλλη, πιθανόν, πιο δομημένη ομάδα. Μια ομάδα με κανόνες, που είναι όλοι ίσοι – και όχι μονάκριβοι, που τα παιδιά καλούνται να κατονομάζουν τις επιθυμίες τους, να συναναστρέφονται με συνομηλίκους, να μεγαλώνουν.
Για τη μητέρα που δυσκολεύεται να εμπιστευτεί το μικρό της στον παιδικό σταθμό, το παιδί της δεν είναι ώριμο και μάλλον δεν θα ωριμάσει ποτέ.
Ένα παιδί που έχει αναπτύξει έναν ασφαλή συναισθηματικό δεσμό με τη μητέρα του είναι έτοιμο να προχωρήσει. Νιώθει την ασφάλεια να φύγει από κοντά της χωρίς να νιώθει ότι το εγκαταλείπει ή να φοβάται ότι δεν θα ξανά’ ρθει.
Δεν ξέρω, τελικά, πόσο η αρνητική στάση στην προοπτική του παιδικού σταθμού έχει να κάνει με την ωριμότητα του παιδιού. Ή πόσο και με εκείνη της μητέρας να το αφήσει να «φύγει». Να παίξει με άλλα παιδιά, να μιλήσει, να διεκδικήσει, να ζητήσει, να δημιουργήσει, να μάθει.
Στους περισσότερους παιδικούς σταθμούς υπάρχει η περίοδος προσαρμογής. Τα παιδιά πηγαίνουν για λίγη ώρα στην αρχή μέχρι να εξοικειωθούν με το περιβάλλον. Να δουν τη μητέρα ή τον πατέρα να μιλάει με την παιδαγωγό, να γνωρίσουν τους νέους τους φίλους.
Το πιο δύσκολο κομμάτι του γονεϊκού ρόλου, τουλάχιστον στις μεσογειακές χώρες, είναι η προτροπή του παιδιού να πάει παρακάτω. Να δοκιμάσει τις δυνάμεις του και να προχωρήσει.
Ο παιδικός σταθμός δεν σημαίνει εγκατάλειψη. Είναι η πρώτη κίνηση φροντίδας που αποβλέπει στην ανεξαρτητοποίηση και την κοινωνικοποίηση του παιδιού.
Τα παιδιά μας χρειάζονται ασφαλείς συναισθηματικούς δεσμούς που θα τους δίνουν την ελευθερία να νιώσουν ότι μπορούν, ότι τα καταφέρνουν. Θέλουν φτερά να πετάξουν, όχι αλυσίδες υπερπροστατευτικότητας στολισμένες με τόνους αφόρητης και υπερβολικής αγάπης.
Ο παιδικός είναι ένας… σταθμός ζωής για κάθε παιδί. Ένας σταθμός αλλαγής για κάθε οικογένεια. Ένα ξεκίνημα σε έναν έξω κόσμο γεμάτο εμπειρίες, πληροφορίες και παιχνίδι. Μια επιβεβαίωση αγάπης και στήριξης.
Της Αλεξίας Μπακοπούλου